- προσφορία
- ἡ, Α [πρόσφορος](πιθ. ανάγν.) αστρολ. ροπή ενός αστρικού σημείου προς άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσφορίαν — προσφορίᾱν , προσφορία approach fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)